- ἐμφανισμός
- -οῦ ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 2 Mc 3,9information, disclosure
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εμφανισμός — ἐμφανισμός, ο (Α) 1. εκδήλωση, φανέρωση 2. καταγγελία, αποκάλυψη 3. ένδειξη, υποδήλωση 4. εξήγηση, ερμηνεία … Dictionary of Greek
ἐμφανισμός — manifestation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανισμοῦ — ἐμφανισμός manifestation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανισμόν — ἐμφανισμός manifestation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)